- διάφορο
- Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 48 κάτ.) του νομού Ξάνθης. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μύκης.
* * *το (AM διάφορον)τόκος χρημάτων («έβαλα τα χρήματα μου στο διάφορο»)νεοελλ.1. κέρδος, ωφέλεια, συμφέρον («δε θέλει δίχως διάφορο οι κοπανιές να πηαίνουν», Ερωτόκρ.)2. στον πληθ. τα διάφοραειδική στήλη σε εφημερίδα όπου κατατάσσονται ποικίλα σύντομα δημοσιεύματα3. φρ. α) «το διάφορο ξυπνάει τον ναύτη» — η ελπίδα δηλαδή για κέρδος τού δίνει δύναμηβ) «πήρε τον κόπο διάφορο» — δεν πήρε καμιά αμοιβή για τη δουλειά τουγ) «το πολύ το διάφορο τρώει και το κεφάλι» — όταν ο τόκος είναι υπερβολικός ο τοκιστής κινδυνεύει να χάσει και το κεφάλαιοαρχ.1. διαφορά, ανομοιότητα («σμικρόν τι τὸ διάφορο εὕροι τις ἄν», Ηρόδ.)2. ό,τι αποτελεί αντικείμενο ενδιαφέροντος («τῶν ἡμῑν ἐς τὰ μέγιστα διαφόρων», Θουκ.)3. διαφωνία, διένεξη, διαφορά («ἕνεκα τῶν αὐτοῑς ἰδίᾳ διαφόρων», Θουκ.)4. μεταφορικά έξοδα5. (αναφορικά με χρήματα)6. διαφορά, υπόλοιπο7. δαπάνη, κατανάλωση8. χρηματικές απώλειες9. χρηματικό ποσό10. χρήμα ρευστό11. τιμή αγοράς, αξία.
Dictionary of Greek. 2013.